- χασισοποσία
- ηη πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ' αυτό: Το 'χαν ρίξει στη χασισοποσία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χασισοποσία — η, Ν η ενέργεια τού χασισοποτώ, η χρήση χασίς και η μέθη που προκαλείται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασισοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek